- αχάιδευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε χαϊδεύτηκε, δε θωπεύτηκε: Η γιαγιά θύμωσε μαζί μου κι εκείνη τη μέρα μ' άφησε αχάιδευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχάιδευτος — η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν χαϊδεύουν ή δεν έχουν χαϊδέψει ερωτικά 2. αυτός που δεν περιβάλλεται με στοργή … Dictionary of Greek
αζαχάρωτος — η, ο [ζαχαρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει διόλου ή δεν περιέχει αρκετή ποσότητα ζάχαρης, ο άγλυκος 2. (για γλυκά με σιρόπι) που δεν ζαχάρωσε, που δεν τού έπηξε η ζάχαρη 3. που δεν πασπαλίστηκε με ζάχαρη 4. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος … Dictionary of Greek
ακανάκευτος — η, ο [κανακεύω] αυτός που δεν τον έχουν κανακέψει, ο αχάιδευτος … Dictionary of Greek
αμαλαγιά — και αναμαλαγιά και αμαλαγή, η 1. το να είναι κανείς αμάλαγος 2. (για ερωτικές σχέσεις) το να είναι κανείς άθικτος, αχάιδευτος, άρα αγνεία, παρθενικότητα 3. άθικτη, πλούσια σε χόρτο γη 4. ξηρά με άφθονη βλάστηση ή θάλασσα με πολλά ψάρια 5.… … Dictionary of Greek
αθώπευτος — η, ο επίρρ. α αχάιδευτος: Εκείνο το βράδυ φρόντισε να μην αφήσει κανέναν αθώπευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακανάκευτος — η, ο αχάιδευτος: Η γιαγιά φρόντιζε να μην αφήσει κανένα μας ακανάκευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)